-
1 ταλασιουργος
-
2 ταλασιουργός
ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem nom sg -
3 ταλασιουργός
ταλασι-ουργός, Wolle bearbeitend, spinnend; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner -
4 ταλασιουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλασιουργός
-
5 ταλασιουργοί
ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem nom /voc pl -
6 ταλασιουργούς
ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem acc pl -
7 ταλασιουργόν
ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem acc sg -
8 ταλασι-ουργός
ταλασι-ουργός, Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.
-
9 ταλασιουργοίς
ταλασιουργέωspin wool: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem dat pl -
10 ταλασιουργοῖς
ταλασιουργέωspin wool: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem dat pl -
11 ταλασιουργού
ταλασιουργέωspin wool: pres imperat mp 2nd sg (attic)ταλασιουργέωspin wool: imperf ind mp 2nd sg (attic)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem gen sg -
12 ταλασιουργοῦ
ταλασιουργέωspin wool: pres imperat mp 2nd sg (attic)ταλασιουργέωspin wool: imperf ind mp 2nd sg (attic)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem gen sg -
13 ταλασιουργώ
-
14 ταλασιουργῷ
-
15 ταλασιουργών
ταλασιουργέωspin wool: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem gen pl -
16 ταλασιουργῶν
ταλασιουργέωspin wool: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ταλασιουργόςwool-spinner: masc /fem gen pl
См. также в других словарях:
ταλασιουργός — wool spinner masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργός — ὁ, ἡ, Α αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία*, δηλαδή την κατεργασία τού μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + ουργός (< έργον*), πρβλ. ιστουργός] … Dictionary of Greek
ταλασιουργοί — ταλασιουργός wool spinner masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργούς — ταλασιουργός wool spinner masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργῷ — ταλασιουργός wool spinner masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργόν — ταλασιουργός wool spinner masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
γαλακτουργός — γαλακτουργός, ο (Α) αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)] … Dictionary of Greek
ταλασιουργία — ἡ, Α [ταλασιουργός] η κατεργασία τού μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του … Dictionary of Greek
ταλασιουργικός — ή, όν, Α [ταλασιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική (ενν. τέχνη) η ταλασιουργία*. επίρρ... ταλασιουργικῶς Α με επεξεργασία μαλλιού … Dictionary of Greek
ταλασιουργώ — έω, ΜΑ [ταλασιουργός] κατεργάζομαι το μαλλί, τό ετοιμάζω για ύφανση («οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῑν ταλασιουργῷ περὶ ἐρίων ἐργασίας;», Πλάτ.) … Dictionary of Greek